Κοινωνική διαστρωμάτωση και πολιτικά δικαιώματα στην αρχαία Αθήνα και στη Σπάρτη

Τρεις ήταν οι κύριοι λόγοι για τους οποίους οι αρχαίοι Έλληνες θεσμοθέτησαν την πόλη-κράτος: η ενότητα, η αυτονομία και η αυτάρκεια [1]. Η αυτονομία, βέβαια, είχε την έννοια που αποδίδουμε σήμερα με την λέξη ανεξαρτησία [2]. Εξ  αυτών των λόγων κυριότερος ήταν η αυτονομία, διότι η αυτάρκεια και η ενότητα μπορούν να θεωρηθούν σε μεγάλο βαθμό προϋποθέσεις για την αυτονομία.

Γι’ αυτό θεωρούμε ως κύριο κριτήριο για την διαμόρφωση της κοινωνικής διαστρωματώσεως των πολιτών στις πόλεις κράτη της αρχαιότητας, το μέγεθος της συμβολής τους στην διατήρηση αυτής της αυτονομίας/ανεξαρτησίας. Για τον λόγο αυτό αυτομάτως απεκλείοντο από την συμμετοχή στα κοινά της πόλεως οι ανήλικοι και οι γυναίκες καθώς και οι ξένοι και δούλοι. Οι μεν ως μη δυνάμενοι να υπερ-ασπισθούν[3], οι δε ως ύποπτοι να υπονομεύσουν την ανεξαρτησία της πόλεως. Και εκ των ελευθέρων ανδρών μιας πόλεως, όσο πιο σημαντική ήταν η συμβολή κάποιου στην διαφύλαξη αυτού του αγαθού (της ανεξαρτησίας της πατρίδος) τόσο περισσότερα πολιτικά δικαιώματα είχε, ή θεωρούσε ότι εδικαιούτο να έχει.

Η θέση αυτή διαφαίνεται από τα παραδείγματα της Αθήνας και της Σπάρτης που θα εξετάσουμε στη συνέχεια. Διευκρινίζουμε ότι όταν αναφερόμαστε σε κοινωνικές τάξεις, αυτές αφορούν μόνο τον ενήλικο και ανδρικό πληθυσμό των πόλεων, που μπορούσε (για τους λόγους που προαναφέραμε) να είναι φορέας πολιτικών δικαιωμάτων.

Α. Το παραδειγμα των Αθηνων

  1. Κατά τον 7ο αιώνα

Οι κάτοικοι στην Αθήνα τον 7ο αιώνα διακρίνονται σε ελεύθερους και δούλους. Οι πρώτοι είναι μεγαλογαιοκτήμονες, μικροκαλλιεργητές (γεωμόροι – αγροίκοι) και βιοτέχνες (δημιουργοί). Την εξουσία έχουν οι μεγαλοϊδιοκτήτες της γης, οι οποίοι ήταν ταυτόχρονα και αριστοκράτες (ευπατρίδες) [4]. Οι δούλοι είναι κυρίως υποδουλωμένοι Αθηναίοι λόγω χρεών.

Το ότι οι μεγαλογαιοκτήμονες ήταν ταυτόχρονα και ευγενείς αναδεικνύει ως ένα κριτήριο για τα πολιτικά δικαιώματα την καταγωγή. Ταυτόχρονα θα μπορούσε να θεωρηθεί και οικονομικό το κριτήριο, διότι οι αριστοκράτες ήταν πλούσιοι λόγω της ακίνητης περιουσίας που είχαν. Κάποιος όμως που είχε πλούτο δίχως να διαθέτει κτήματα δεν είχε πρόσβαση στην εξουσία. Η γαιοκτησία, λοιπόν,  ήταν το κύριο κριτήριο για τα πολιτικά δικαιώματα. Αυτό ήταν και το τεκμήριο της αριστοκρατικής καταγωγής.

Αν αναλύσουμε όμως σε βάθος τα παραπάνω, θα διαπιστώσουμε πως οι αριστοκράτες – γαιοκτήμονες είχαν την δυνατότητα να εκτρέφουν ίππους. Γι’ αυτό και η προσηγορία «ιππείς». Το ιππικό ήταν το ισχυρό όπλο της εποχής, το οποίο εξασφάλιζε την ανεξαρτησία της πόλεως. Γι’ αυτό δεν θα πρέπει να δούμε την γαιοκτησία ως οικονομικό κριτήριο, αλλά μάλλον ως πολιτικό. Η πόλις ήθελε να διαχειρίζονται την εξουσία αυτοί που εξασφάλιζαν σ’ αυτήν την ελευθερία. Γι’ αυτό την εξουσία την είχαν οι ιππείς. Αυτοί μόνο είχαν πρόσβαση στα ανώτατα αξιώματα. Μπορούσαν να γίνουν άρχοντες (υπήρχαν εννέα άρχοντες με ετήσια θητεία), ιερείς και μέλη του Αρείου Πάγου (ανώτατο δικαστήριο με ισόβιους δικαστές)[5].

Οι υπόλοιποι ελεύθεροι Αθηναίοι που υπηρετούσαν στον στρατό ήταν οι ζευγίτες (υπηρετούσαν ως οπλίτες) και ήταν μάλλον (ταυλάχιστον κάποιοι εξ αυτών) δεύτερης κατηγορίας ευγενείς και οι θήτες (υπηρετούσαν ως ψιλοί, δηλ. ελαφρώς οπλισμένοι), οι οποίοι μπορούσαν να είναι γεωμόροι ή δημιουργοί[6]. Πολλοί μικροϊδιοκτήτες γης λόγω της κακής οικονομικής τους κατάστασης και των χρεών περιέπιπταν στην κατάσταση του δούλου[7]. Αυτό άρχισε να δημιουργεί κοινωνική κρίση.

Προς το τέλος του αιώνα κάνει την εμφάνισή της η φάλαγγα των οπλιτών. Το γεγονός αυτό θα σημάνει αλλαγές στην αθηναϊκή κοινωνία. Λίγο πριν το 620 ο Δράκοντας με την γραπτή νομοθεσία του ενίσχυσε αφενός τον ρόλο του Αρείου Πάγου (και άρα των ευγενών), αφετέρου έδωσε πολιτικά δικαιώματα και σε άλλες τάξεις πλουσίων «τοις όπλα παρεχομένοις». Προφανώς πρίκειται για τους ζευγίτες που υπηρετούσαν ως οπλίτες, διότι ακριβώς εκτιμήθηκε η αξία των οπλιτών στην υπεράσπιση της ανεξαρτησίας της πόλεως[8]. Το δικαίωμα συμμετοχής στην φάλαγγα των οπλιτών ήταν αρχικά προνόμιο των μελών της αριστοκρατίας και από τον Δράκοντα επεκτάθηκε σε όσους μπορούσαν να αγοράσουν την πανοπλία[9].

 

  1. Κατά τον 6οαιώνα

Στα τέλη του 7ου αιώνα διαπιστώσαμε την ύπαρξη κοινωνικού προβλήματος λόγω της αύξησης των υποδουλωμένων Αθηναίων λόγω χρεών, και της συσσωρεύσεως της ακινήτου περιουσίας σε λίγους. Στις αρχές του 6ου αιώνα ο Σόλωνας εκλέγεται επώνυμος άρχοντας (ένας από τους 9 άρχοντες) και αναλαμβάνει να επιλύσει το πρόβλημα. Κατήργησε την δυνατότητα του «δανείζειν επί σώμασι» αναδρομικώς. Έτσι απελευθερώθηκαν οι Αθηναίοι που είχαν γίνει δούλοι λόγω χρεών. Με την «σεισάχθεια» κατήργησε όλα τα χρέη προς το δημόσιο και απέδωσε στους γεωργούς πίσω τους δημευμένους κλήρους. Διαίρεσε τους ελεύθερους Αθηναίους σε τέσσερις εισοδηματικές τάξεις: πεντακοσιομεδίμνους, ιππείς (τριακοσιομεδίμνους), ζευγίτες (διακοσιομεδίμνους) και θήτες, ανάλογα με το εισόδημα του καθενός[10].

Ο πλούτος αποδεσμευμένος από την γαιοκτησία ήταν πλέον το κριτήριο της κοινωνικής διαστρωματώσεως. Νομικά κατοχυρώθηκε το δικαίωμα του ελεύθερου πολίτη να μένει πάντα ελεύθερος και να μη περιέρχεται στην κατάσταση της δουλείας. Η καταγωγή από ελεύθερους Αθηναίους γίνεται αναγκαία προϋπόθεση για  απόκτηση πολιτικών δικαιωμάτων.

Τα πολιτικά δικαιώματα της κάθε εισοδηματικής τάξεως γενικώς ήταν: Όλοι οι άνω των 20 ετών ελεύθεροι Αθηναίοι μετείχαν στη συνέλευση του δήμου, η οποία εξέλεγε τους άρχοντες οι οποίοι προέρχονταν από την τάξη των πεντακοσιομεδίμνων. Στην ίδια ανώτατη τάξη ανήκαν και τα μέλη του Αρείου Πάγου. Ιδρύθηκε η Βουλή των 400, τα μέλη της οποίας επιλέγονταν με κλήρωση από αυτούς που ανήκαν στις τρεις ανώτερες τάξεις, και το λαϊκό δικαστήριο της Ηλιαίας στο οποίο μπορούσαν να κληρωθούν πολίτες και των τεσσάρων τάξεων[11].

Από τα μέσα του 6ου αιώνα  μέχρι το 510 π.Χ. μεσολαβεί η τυραννία του Πεισιστράτου και των γιων του, και το 507 π.Χ.  αναλαμβάνει ο Κλεισθένης την αναδιοργάνωση του πολιτεύματος. Ο Κλεισθένης διατήρησε την τετραμερή διαίρεση των πολιτών σε εισοδηματικές τάξεις. Ανασυγκρότησε το πολιτικό σώμα αυξάνοντας τον αριθμό των πολιτών, θεσμοθετώντας τους δήμους και δίνοντας σ’ αυτούς το δικαίωμα της πολιτογράφησης, αναδιοργάνωσε τις φυλές ιδρύοντας 10 νέες φυλές στην θέση των 4 που υπήρχαν πριν, θεσμοθέτησε την Βουλή των 500 στην θέση της Βουλής των 400 από την οποία αποκλείονταν οι θήτες. Πάλι όλοι οι πολίτες είχαν δικαίωμα ψήφου στην Εκκλησία του Δήμου, η οποία συνεδρίαζε τακτικότερα και λάμβανε τις σοβαρότερες αποφάσεις[12]. Πρόσβαση στα ανώτατα αξιώματα είχαν τα μέλη των δύο ανωτέρων οικονομικών τάξεων[13].

Κατά τον αιώνα αυτό συρρέουν στην Αθήνα αρκετοί ξένοι που εγκαθίστανται και απασχολούνται σε μη γεωργικές ασχολίες (έμποροι, τεχνίτες, τραπεζίτες). Για να ξεχωρίζουν από τους εντόπιους ονομάσθηκαν –την εποχή του Κλεισθένη-μέτοικοι[14]. Ξένοι (μη Αθηναίοι) ήταν επίσης και οι δούλοι.

  1. Κατά τον 5οαιώνα

Κατά τον 5ο αιώνα η κοινωνική διαστρωμάτωση στην Αθήνα είναι: πολίτες, μέτοικοι και δούλοι.  Πολιτικά δικαιώματα είχαν μόνον οι πολίτες. Οι μέτοικοι ήταν ξένοι που κατοικούσαν στην Αθήνα απασχολούμενοι ως τεχνίτες και έμποροι και δεν είχαν δικαίωμα γαιοκτησίας. Οι τρεις αυτές κατηγορίες δεν αποτελούσαν κοινωνικές τάξεις αλλά νομικές κατηγορίες[15]. Αθηναίος που έχανε τα πολιτικά του δικαιώματα περιέπιπτε στην κατάσταση του μετοίκου. Μέτοικος που δεν μπορούσε να πληρώσει τα χρέη του γινόταν δούλος. Δούλος που απελευθερώνονταν γινόταν μέτοικος[16].

Όπως ειπώθηκε παραπάνω πολιτικά δικαιώματα έχουν μόνο οι πολίτες, οι οποίοι διαιρούνται στις τέσσερις οικονομικές τάξεις που προαναφέραμε στη προηγούμενη υποενότητα. Βασικό κριτήριο για την απόκτηση της ιδιότητας του Αθηναίου πολίτη ήταν η καταγωγή από πολίτη, ενώ από το 451 π.Χ.  ήταν η καταγωγή και από τους δύο γονείς Αθηναίους (πολίτη πατέρα και αστή μητέρα). Οι γυναίκες βέβαια δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα. Οι κόρες όμως των πολιτών (αστές) ήταν φορείς της ιδιότητας του Αθηναίου πολίτη και την μετέδιδαν στα άρρενα τέκνα τους από νόμιμο γάμο με Αθηναίο πολίτη[17].

Στις αρχές του αιώνα ο ρόλος του πολέμαρχου, ενός από τους 9 άρχοντες, ατονεί και την ηγεσία του στρατού αναλαμβάνουν οι 10στρατηγοί με ετήσια θητεία αλλά με απεριόριστη δυνατότητα επανεκλογής, σε αντίθεση με τα άλλα αξιώματα. Μέχρι το 457 π.Χ.  πρόσβαση στα ανώτατα αξιώματα έχουν τα μέλη των τριών ανωτέρων οικονομικών τάξεων. Από τότε και μετά θεωρητικώς όλοι οι πολίτες και των τεσσάρων εισοδηματικών τάξεων έχουν πρόσβαση στα ανώτατα αξιώματα. Για το αξίωμα του στρατηγού έπρεπε όμως να διαθέτουν ακίνητη περιουσία στην Αττική[18].

Το ότι περί τα μέσα του αιώνος οι θήτες απέκτησαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα οφείλεται στην εκτίμηση της συνεισφοράς τους ως κωπηλάτες του στόλου στις νίκες κατά των Περσών[19]. Εκπλήρωναν λοιπόν το βασικό κριτήριο της υπεράσπισης της ανεξαρτησίας της πατρίδος όπως και οι οπλίτες.

Στο δικαστήριο της Ηλιαίας και στην Βουλή μπορούσαν να μετάσχουν όλοι οι πολίτες έπειτα από κλήρωση. Στα άλλα δημόσια αξιώματα με εκλογή. Γενικώς οι αρχαίοι πολιτικοί στοχαστές θεωρούσαν την εκλογή χαρακτηριστικό της ολιγαρχίας (διότι οι εκλογές ευνοούν εκείνους που είναι περισσότερο γνωστοί) και την κλήρωση πιο δημοκρατικό σύστημα[20].

Πολιτικά δικαιώματα σε μετοίκους μπορούσαν να δοθούν σε εξαιρετικές περιπτώσεις λόγω της μεγάλης τους συμβολής στην εξυπηρέτηση της ανεξαρτησίας της πόλεως, όπως στην περίπτωση των μετοίκων που βοήθησαν στην απελευθέρωση του φρουρίου της Φυλής[21].

Β. Το Παραδειγμα της Σπαρτης

Στο παράδειγμα της Σπάρτης δεν θα διακρίνουμε διαφοροποιήσεις ανά χρονική περίοδο. Έχουμε από τον 7ο αιώνα την διαμόρφωση και την παγίωση της κοινωνικής διαστρωματώσεως. Όταν η φάλαγγα των ομοίων θα κατακτήσει την Μεσσηνία, θα μοιρασθούν τα κατακτημένα εδάφη σε ίσες μερίδες μεταξύ των οπλιτών (ομοίων). Οι κοινωνικές ομάδες που διαμορφώνονται είναι οι όμοιοι, οι περίοικοι και οι είλωτες. Αυτή η τριμερής διαίρεση της κοινωνίας παρέμεινε η ίδια και στους αιώνες που ακολούθησαν. Το χαρακτηριστικό αυτό της ακαμψίας και της ελλείψεως προσαρμογής στις κοινωνικές μεταβολές αποτελεί μία διαφορά του παραδείγματος της Σπάρτης από αυτό των Αθηνών.

Περίοικοι ήταν οι κάτοικοι της Λακωνίας, γύρω από την Σπάρτη, ήταν ελεύθεροι, δίχως πολιτικά δικαιώματα εκτός από κάποιον βαθμό αυτοδιοίκησης[22]. Οι είλωτες ήταν οι παλαιοί κάτοικοι της Μεσσηνίας. Ήταν δημόσιοι δούλοι, χωρίς –φυσικά- πολιτικά δικαιώματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι όλη η σπαρτιατική πολιτική ήταν βασισμένη στην ασφάλεια έναντι των ειλώτων (ήταν πάντοτε σε ετοιμότητα να αντιμετωπίσουν μία εξέγερση των ειλώτων)[23].

Πολιτικά δικαιώματα είχε μόνον η τάξη των ομοίων, οι οποίοι ήταν και οι οπλίτες. Στην Σπάρτη λοιπόν οι πολίτες ταυτίζονταν με τους οπλίτες. Από την πρώτη στιγμή ίσχυσε το απόλυτο κριτήριο της καταγωγής. Ο όμοιος έπρεπε να είναι Σπαρτιάτης «ἐξ ἀμφοῖν», δηλαδή και από τους δύο γονείς του. Ήταν ένα νομικό κριτήριο διότι αυτό απεδείκνυε ότι ήταν κληρονόμος των ομοίων εκείνων που είχαν καταλάβει την Μεσσηνία και συνεπώς είχε κληρονομικό δικαίωμα να είναι όμοιος. Δεύτερο κριτήριο ήταν η συμμετοχή του ομοίου στα κοινά συσσίτια. Ήταν ένα οικονομικό κριτήριο. Το τρίτο ήταν να έχει ολοκληρώσει την αγωγή των Σπαρτιατών, δηλαδή έπρεπε να ήταν ένας εκπαιδευμένος οπλίτης.

Όποιος δεν κατάφερνε να εκπληρώσει κάποιο από τα κριτήρια αυτά, εξέπιπτε από την τάξη των ομοίων. Και τα τρία κριτήρια αποδεικνύουν ότι πολιτικά δικαιώματα είχαν όσοι μπορούσαν αποδεδειγμένα να προστατεύσουν την ανεξαρτησία της Σπάρτης.

Το πολιτικά δικαιώματα των Σπαρτιατών περιορίζονται στην δια βοής έγκριση ή απόρριψη των προτάσεων που κατατίθενται στην Απέλλα (Εκκλησία του Δήμου) και τα οποία επεξεργαζόταν η Γερουσία. Το σώμα της Γερουσίας αποτελείτο από είκοσι οκτώ ισόβιους αριστοκράτες, τους γέροντες και δύο κληρονομικούς βασιλείς. Όμως από τον 5ο αιώνα (κατά προσέγγιση) θεσμοθετήθηκε ο θεσμός των πέντε εφόρων που εκλεγόταν από την Απέλλα με ετήσια θητεία και με σημαντικές εξουσίες. Μπορούσαν να ελέγξουν τον τρόπο διαχείρισης της εξουσίας από τους βασιλείς και τους γέροντες. Θεωρητικά μπορούσε να εκλεγεί ο οποιοσδήποτε όμοιος ως έφορος. Ο έφοροι γενικώς θεωρούνταν ως εκπρόσωποι της πόλεως. Έφορος σημαίνει επόπτης, και είχαν δικαίωμα να επιτηρούν τα πάντα[24]. Όμως, ο μικρός αριθμός τους σήμαινε ότι ελάχιστοι  μπορούσαν να έχουν πρόσβαση σε αυτό και το ετήσιο της θητείας τους ήταν περιοριστικός παράγοντας της εξουσίας τους, διότι αν είχαν δυσαρεστήσει σε κάτι τους γέροντες ως έφοροι, μετά τη θητεία τους θα είχαν να τους αντιμετωπίσουν δίχως την προστασία του αξιώματος[25].

Προς το τέλος του 5ου αιώνα πολλοί όμοιοι χάνουν τους κλήρους τους και δημιουργούνται υποκατηγορίες μέσα στην τάξη των ομοίων (οι οποίοι τελικώς είχαν πολλές ανομοιότητες μεταξύ τους). Αυτοί που είχαν ξεπέσει οικονομικώς και δεν μπορούσαν να συνεισφέρουν στα κοινά συσσίτια λέγονταν υπομείονες (=κατώτεροι). Όσοι είχαν δειλιάσει στον πόλεμο λέγονταν τρέσαντες (=αυτοί που έτρεμαν). Και αυτοί δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα. Αντίθετα, δικαιώματα είχαν οι νεοδάμονες ή νεοδαμώδεις (=νέοι δημότες) που ήταν απελευθερωμένοι είλωτες έπειτα από επιλογή καθώς και οι μόθακες, τέκνα πτωχών πολιτών που τα έξοδα της αγωγής του τα κατέβαλαν πλούσιοι προστάτες[26].

Συμπερασματα

Από τα παραδείγματα των δύο πόλεων παρατηρούμε ότι και στις δύο περιπτώσεις ουσιαστικώς κυβερνούσε μια μειοψηφία, η οποία στην περίπτωση των Αθηνών ήταν πολύ ευρύτερη. Από τον όλο πληθυσμό που κατοικούσε στις πόλεις, πολιτικά δικαιώματα είχαν μόνον οι ενήλικες ελεύθεροι εντόπιοι άνδρες και από αυτούς όχι όλοι. Η ιδεολογία και στις δύο περιπτώσεις ήταν κοινή. Ο πολίτης ήταν αυτό που είχε την δυνατότητα να υπερασπισθεί την ελευθερία και την ανεξαρτησία της πόλεως. Ο στρατιωτικός παράγοντας λοιπόν ήταν ο κυριότερος και αυτός που είχε αποφασιστικό ρόλο στην παροχή πολιτικών δικαιωμάτων[27]. Τον στρατιωτικό παράγοντα τον ταυτίζουμε στην περίπτωση των αρχαίων ελληνικών πόλεων με τον πολιτικό.

Όσο εγγυητές της νεοσχηματισμένης πόλεως  ήταν οι αριστοκράτες πολεμιστές που κατείχαν τα άλογα και τα όπλα που εξασφάλιζαν την ελευθερία της πατρίδος, αυτοί μόνον είχαν μερίδιο στην εξουσία. Όταν διαπιστώθηκε η ανάγκη να αποκτήσει κάθε πόλη μεγαλύτερα σώματα οπλιτών, πολιτικά δικαιώματα δόθηκαν σε όσους μπορούσαν να αποκτήσουν την πανοπλία.  Η ισότητα στην διανομή των λαφύρων μεταξύ των οπλιτών συνετέλεσε στην ανάπτυξη της ιδέας της ισότητας μεταξύ των πολιτών στην διανομή της πολιτικής εξουσίας[28]. Μέχρι εδώ η πορεία όλων των ελληνικών πόλεων ήταν κοινή. Στην Σπάρτη ιδιαίτερα, ήταν πιο χαρακτηριστική η ταύτιση πολίτη-οπλίτη.

Στα μέσα του 5ου αιώνα στην Αθήνα οι θήτες-κωπηλάτες του νικηφόρου στόλου των Αθηναίων, απέκτησαν πλήρη δικαιώματα εκλέγειν – εκλέγεσθαι όπως και οι οπλίτες.

Απ’ όλα –λοιπόν- τα κριτήρια με τα οποία γινόταν η κοινωνική διαστρωμάτωση σε Αθήνα και Σπάρτη, κύριο ήταν σε όλες τις εποχές το πολιτικό-στρατιωτικό: η παροχή και η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων όφειλε να είναι συνάρτηση της συνεισφοράς μιας ομάδας κατοίκων στην εξασφάλιση της αυτονομίας/ανεξαρτησίας της. Όλα τα λοιπά (οικονομική κατάσταση, καταγωγή) απέβλεπαν στην εξυπηρέτηση αυτού του βασικού κριτηρίου.